- ανενέργητος
- -η, -ο (AM ἀνενέργητος, -ον)νεοελλ.1. αυτός για τον οποίο δεν έγινε η πρέπουσα ενέργεια, εκείνος που δεν έχει διεκπεραιωθεί (ανενέργητο ένταλμα συλλήψεως»)2. εκείνος που δεν έχει ενεργηθεί, δεν έχει κανονική κένωση των εντέρωναρχ.-μσν.1. ο ανενεργής*, ο αδρανής2. αυτός που είναι ανίκανος πλέον να δράσει(«τῷ Σταυρῶ βέβλησαι... ἀκίνητος, ἀνενέργητος» —για τον διάβολο)3. ο μη αποτελεσματικόςμσν.1. ο αχρησιμοποίητος2. (για κληρικούς) εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί αργία*.
Dictionary of Greek. 2013.